- ανεντρανίζω
- και ανα- (Μ ἀνεντρανίζω και ἀνα-)1. σηκώνω τα μάτια2. βλέπω, παρατηρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναντρανίζω — και αντρανίζω βλ. ανεντρανίζω … Dictionary of Greek
συχνανεντρανίζω — Ν βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι συχνά («κι από κει δύο και τρεις φορές τσι συχνανεντρανίζει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + ανεντρανίζω «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek